σφαλμώ

σφαλμώ
-άω και -έω, Α [σφαλμός]
1. (για ίππο) ρίχνω κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σφαλμᾷ
σκιρτᾷ
σφάλλεται
ἄλλοι ἀντὶ τοῡ σφαδάζειν τετάχθαι φασί, ἔνιοι μετὰ ἐπιθυμίας τι πράττειν».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”